σωματέμψυχος

σωματέμψυχος
-ον, Μ
αυτός που έχει και σώμα και ψυχή («ὁ λόγος ἑαυτῷ ἥνωσε τὴν ἡμετέραν σωματέμψυχον φύσιν οὐκ ἄψυχον», Ευλόγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ἔμψυχος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”